- ξαναβλαστάνω
- αναβλαστάνω, βγάζω πάλι βλαστούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθάλλω — (Α ἀναθάλλω) (για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω νεοελλ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι αρχ. κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλλω] … Dictionary of Greek
επαναφύω — ἐπαναφύω (Α) [φύω] ξαναφυτρώνω, ξαναβλαστάνω … Dictionary of Greek